Διάλεξη της Δρ Lora Gerd, ξένης ανταποκρίτριας του Κέντρου Σπουδών Κοινωνικών και Θρησκευτικών Επιστημών (CéSoR) στην EHESS στο Παρίσι, με θέμα «Ρωσική βοήθεια για τα εκκλησιαστικά ιδρύματα στην Ελλάδα: παράδοση, ιδεολογία και πολιτική το 19ο αιώνα»
Στις εκκλησίες και τα μοναστήρια των Βαλκανίων μπορεί να βρει κανείς σκεύη, ενδύματα, εικόνες και διακοσμητικά που ήρθαν από την Ρωσία τον 19ο αιώνα. Ποια είναι η ιστορία αυτών των δωρεών; Γίνονταν περιστασιακά ή σύμφωνα με συγκεκριμένο σχέδιο; Τα αρχειακά έγγραφα μάς βοηθούν να απαντήσουμε σ’ αυτά τα ερωτήματα.
Η ρωσική υποστήριξη στον ορθόδοξο ελληνικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεκίνησε ήδη από τον 16ο αιώνα και αυξήθηκε σταθερά κατά τον 17ο αιώνα. Αρχίζοντας από την δεκαετία του 1830, οι επαφές μεταξύ της Ρωσίας και του ελληνικού κόσμου είχαν να κάνουν με το λεγόμενο Ανατολικό ζήτημα. Συνεχίζοντας την υποστήριξή της προς τα Ορθόδοξα πατριαρχεία της Ανατολής, η ρωσική κυβέρνηση στόχευε στην ενίσχυση της επιρροής της στον ορθόδοξο πληθυσμό. Στη δεκαετία του 1850 ξεκίνησε μια νέα περίοδος εκκλησιαστικών και πολιτιστικών σχέσεων με την εκκλησία της Ελλάδας: τόσο η ρωσική όσο και η ελληνική Σύνοδος ενδιαφέρθηκαν για θέματα κανονικού δικαίου και λειτουργικών πρακτικών, για τη στάση απέναντι στους μη-Ορθόδοξους Χριστιανούς κλπ. Οι εκκλησιαστικοί ηγέτες εκείνης της περιόδου είχαν σκοπό να δημιουργήσουν ένα μεγάλο «Ορθόδοξο Οίκο», όπου τα διάφορα έθνη θα μπορούσαν να μάθουν τις παραδόσεις, να πραγματοποιήσουν εκπαιδευτικά προγράμματα και να μεταρρυθμίσουν την εκκλησιαστική τους ζωή.
Χάρη στις δραστηριότητες του ιερέα της Ρωσικής αποστολής στην Αθήνα, Αρχιμανδρίτη Antonin Kapustin, ολοκληρώθηκε η αναστήλωση του ναού της Αγίας Τριάδας το 1855. Ένας άλλος μικρός ναός στην Αθήνα, της Αγίας Ζώνης, ανακαινίστηκε επίσης από τον Antonin.
Στις δεκαετίες του 1860 και 1890, μαζί με τις δωρεές στα σλαβονικά μοναστήρια και εκκλησίες των Βαλκανίων, η Ρωσία στήριζε επίσης τα ελληνορθόδοξα ιδρύματα. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην περιοχή της Τραπεζούντας και στην Θεολογική Σχολής της νήσου Χάλκης, καθώς και σε όσους υπέφεραν από πολέμους ή σεισμούς.
Η Δρ Λόρα Γκερντ αποφοίτησε από το Κρατικό Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης το 1992 με ειδίκευση στις Κλασικές Σπουδές. Το διδακτορικό της είχε θέμα «Ζητήματα κανονικού δικαίου στο Τακτικόν του Νίκωνα του Μαυρορείτη (11ος αι.)». Ο τίτλος της διατριβής της επί υφηγεσία το 2006 ήταν «Κωνσταντινούπολη και Πετρούπολη: Η Ρωσική εκκλησιαστική πολιτική στην Ορθόδοξη Ανατολή (1878-1898)». Ειδικεύεται στη ρωσική πολιτική στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στις ελληνορωσικές σχέσεις του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα (Ρωσική εκκλησιαστική πολιτική στην Εγγύς Ανατολή και τα Βαλκάνια, ιστορία των Βυζαντινών σπουδών, θρησκευτικές και πολιτιστικές σχέσεις). Συμμετείχε στα ερευνητικά προγράμματα: «Ανοιχτή Ιερουσαλήμ (Open Jerusalem)», «Η εκκλησία της Αγγλίας και οι σχέσεις της με την Ορθόδοξη Ανατολή» και διηύθυνε το πρόγραμμα «Η Ρωσία και το Άγιο όρος στον 19ο και 20ό αιώνα». Έχει τακτική συμμετοχή σε διεθνή συνέδρια, και είναι συχνά προσκεκλημένη ομιλήτρια στην Σχολή Ανωτέρων Σπουδών στις Κοινωνικές Επιστήμες (EHESS) στο Παρίσι, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στη Λευκωσία και στο Πανεπιστήμιο της Λουντ στη Σουηδία. Είναι ξένη ανταποκρίτρια του Κέντρου Σπουδών Κοινωνικών και Θρησκευτικών Επιστημών (CéSoR) στην EHESS στο Παρίσι. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται σε ερευνητικά προγράμματα σχετικά με την Ρωσική πολιτική στα Πατριαρχεία της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας κατά τον 19ο και 20ό αιώνα. Η Δρ Λόρα Γκερντ ήταν μέλος της ερευνητικής ομάδας του προγράμματος RICONTRANS [Οπτική κουλτούρα, ευσέβεια και προπαγάνδα: Μεταφορά και υποδοχή ρωσικής θρησκευτικής τέχνης στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο (16ος - αρχές 20ού αι.)] και η διάλεξή της είναι στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του προγράμματος.
Το RICONTRANS έλαβε χρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας (ERC) στο πλαίσιο του προγράμματος έρευνας και καινοτομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ορίζοντας 2020 βάσει συμφωνίας επιχορήγησης με αριθμό 818791.
Η διάλεξη της Δρ Gerd θα γίνει στα ελληνικά και θα μπορεί να την παρακολουθήσει κανείς και από το διαδίκτυο.