Στο ΙΤΕ δυο νέες χρηματοδοτήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας
Σημαντικές επιχορηγήσεις από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας, ERC Starting Grants, συνολικού ποσού περίπου 3 εκ. ευρώ, έλαβαν οι μεταδιδακτορικές ερευνήτριες Δρ. Άννα (Γκάννα) Σιντορένκο και Δρ. Κωνσταντίνα Κάλφα, οι οποίες θα υλοποιήσουν την έρευνά τους στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τα 494 έργα που χρηματοδοτήθηκαν, τα συγκεκριμένα δύο είναι τα μοναδικά που ήρθαν στην Ελλάδα. Οι συγκεκριμένες χρηματοδοτήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας είναι οι κορυφαίες της Ευρώπης και υποστηρίζουν νέους ερευνητές στην αρχή της καριέρας τους για να δημιουργήσουν τις δικές τους ερευνητικές ομάδες και να διεξάγουν πρωτοποριακή έρευνα σε όλους τους κλάδους.
«Το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του ΙΤΕ έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια σε πρωταθλητή στην προσέλκυση ανταγωνιστικών χρηματοδοτήσεων ERC, καθώς είναι το μοναδικό στην Ελλάδα στον τομέα των ανθρωπιστικών επιστημών, που έχει μέχρι σήμερα προσελκύσει εννέα επιχορηγήσεις από το ERC. Η σημαντική αυτή επιβράβευση αποτελεί έμπρακτη απόδειξη της Αριστείας των Ανθρώπων του ΙΤΕ, που έχουν εξασφαλίσει συνολικά τον μεγαλύτερο αριθμό εξαιρετικά ανταγωνιστικών χρηματοδοτήσεων από το ERC στην χώρα, 45 στον αριθμό, και μας κάνει όλους να αισθανόμαστε υπερήφανοι», ανέφερε ο Πρόεδρος του ΙΤΕ, καθ. Νεκτάριος Ταβερναράκης.
Πιο συγκεκριμένα, η Δρ Άννα (Γκάννα) Σιντορένκο, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών (ΙΜΣ-ΙΤΕ), θα υλοποιήσει το ερευνητικό πρόγραμμα, με τίτλο STASH: «Υπόγειο εμπόριο: Ξετυλίγοντας το θαλάσσιο λαθρεμπόριο μεταξύ της Ρωσικής και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1853-1914)». Το πρόγραμμα στοχεύει να διευρύνει τις γνώσεις μας για τις ενδοϊμπεριαλιστικές σχέσεις, υπερβαίνοντας τις συμβατικές γεωπολιτικές προσεγγίσεις. Η κατανόηση του θαλάσσιου λαθρεμπορίου και του τρόπου με τον οποίο οι δύο αυτές γειτονικές δυνάμεις διαχειρίστηκαν τις αμφίσημες σχέσεις τους, προσφέρει μεγαλύτερο βάθος στην κατανόηση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων της Ανατολικής Ευρώπης, εισάγοντας νέες προσεγγίσεις στη μελέτη της σύγχρονης ιστορίας της περιοχής, που παραμένει στο προσκήνιο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος και στη σύγχρονη ιστορία μας.
Το έργο επικεντρώνεται στον λιγότερο μελετημένο τομέα των παράνομων εμπορικών σχέσεων, στο πλαίσιο των εξελισσόμενων συγκρούσεων μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών, του μεταβαλλόμενου τοπίου του νόμιμου εμπορίου κατά την περίοδο της αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης και της μετάβασης από την ιστιοφόρο τεχνολογία στην τεχνολογία του ατμού. Το πρόγραμμα θα αναλύσει διεξοδικά τις διαφορετικές πτυχές της λαθρεμπορίας αγαθών και ανθρώπων στο πλαίσιο καθιερωμένων εμπορικών διαδρομών, συνδέσεων και δικτύων.
Μελετώντας τη διαφοροποιημένη ιστορία του λαθρεμπορίου από την οπτική γωνία διαφόρων αυτοκρατοριών, το έργο φιλοδοξεί να συμβάλει ουσιαστικά στη Νεότερη, την Πολιτική, την Οικονομική και Ναυτιλιακή Ιστορία και στις σπουδές για τις αυτοκρατορίες.
Σε κοινωνικό επίπεδο, το έργο θα προσφέρει σημαντικές ιστορικές γνώσεις, οι οποίες θα προσδώσουν μια προοπτική σε σύγχρονα πολιτικά, γεωπολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και σε καιρό πολέμου.
Η ερευνητική ομάδα, αποτελούμενη από τη Δρ Σιντορένκο (κύρια ερευνήτρια), τρεις ερευνητές, έξι μεταδιδακτορικούς ερευνητές και τρεις υποψήφιους διδάκτορες, θα μελετήσει ποικιλία αδημοσίευτων πηγών στα οθωμανικά τουρκικά, αραβικά, ουκρανικά, ρωσικά, αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά και ελληνικά. Η ομάδα θα δημιουργήσει μια ψηφιακή πύλη ανοικτής πρόσβασης, θα οργανώσει και θα συμμετάσχει σε διάφορες ημερίδες και διεθνή συνέδρια, θα παράγει δημοσιεύσεις - συμπεριλαμβανομένων δύο συλλογικών τόμων σε ανοικτή πρόσβαση - καθώς και τρεις διδακτορικές διατριβές και ένα ντοκιμαντέρ.
Η Δρ. Κωνσταντίνα Κάλφα, ιστορικός της αρχιτεκτονικής που μελετά την κατοικία στο πλαίσιο της μεταπολεμικής ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού, θα υλοποιήσει το έργο «MCH-EsMed: Πώς η μεσαία τάξη στέγασε τον εαυτό της στην Ανατολική Μεσόγειο», μια μελέτη της υλικής κουλτούρας της τάξης, της οικογένειας, του φύλου και της πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο και πέρα από αυτήν. Καθώς η ζωή σε διαμερίσματα καταλαμβάνει κυρίαρχη θέση στις σημερινές παγκόσμιες μητροπόλεις, το έργο αξιοποιεί την αυξανόμενη σχετική επιστημονική έρευνα, ως τώρα ανεξερεύνητα αρχεία, νέα εργαλεία και μεθόδους προφορικής ιστορίας για να καταγράψει και να αναλύσει τις ομοιότητες μεταξύ των πολυώροφων πολυκατοικιών που μετάλλαξαν πλήρως τέσσερις σημαντικές πόλεις της περιοχής μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: την Αθήνα, την Άγκυρα, το Τελ Αβίβ και το Κάιρο.
Το έργο θα μελετήσει αυτά τα δομημένα περιβάλλοντα ως απτά τεκμήρια για την ανάλυση των ραγδαίων κοινωνικοπολιτικών μετασχηματισμών στο περιθώριο της Ευρώπης κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Βασική υπόθεση αυτής της έρευνας είναι ότι η στέγαση σε κτίρια διαμερισμάτων στην περιοχή αντικατόπτριζε τόσο τη μεταπολεμική παγκόσμια υπόσχεση όσο και τις τοπικές φιλοδοξίες για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και επίτευξη του μεσοαστικού στάτους, επηρεασμένη, καθώς ήταν, από τις μεταπολεμικές πολιτικές για εκσυγχρονισμό και οικονομική ανάπτυξη, τις διάφορες πολιτικές κρίσεις και συγκρούσεις και τις μεταναστευτικές ροές.
Εμπλέκοντας μια μεγάλη ομάδα ερευνητών, το έργο θα παραγάγει νέες γνώσεις σχετικά με: τις εξωτερικές και τοπικές συζητήσεις και πολιτικές για την κατοικία και την ανάπτυξη στην περιοχή, την εξάπλωση και τους κύριους παραγωγούς αυτών των πολυκατοικιών (με χρήση εργαλείων GIS και ML), τις ταυτότητες, τους ρόλους και τις εμπειρίες της οικιακότητας, καθώς και τη μικροϊστορία επιλεγμένων κτιριακών τύπων, συμβάλλοντας στην κριτική κατανόηση της στέγασης ως σημαντικού ιστορικού παράγοντα της τρέχουσας εκρηκτικής πραγματικότητας στην περιοχή.
Η συνολική χρηματοδότηση που δίδεται στους 494 νέους ερευνητές από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας ανέρχεται στο ποσό των 780 εκ.€. Το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας κατέχει τον μεγαλύτερο αριθμό χρηματοδοτούμενων έργων ERC στην Ελλάδα (45 μέχρι σήμερα), με εισροή περί τα 62,8 εκ.€.